γραμματεύς
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
γραμματέως, ὁ,
A secretary, registrar, title of officials at Athens and elsewhere, IG12.15, etc.; ὁ γραμματεὺς ὁ τῆς πόλεως Th.7.10; γραμματεὺς τοῦ δήμου OGI493.10 (Ephesus, ii A. D.), Act.Ap.19.35; γραμματεὺς ἀνδραπόδων PHib.29.7; γραμματεὺς τῶν μαχίμων UPZ110.145 (ii B. C.); γραμματεὺς τοῦ θεοῦ IG9(2).1109.21 (Magn. Thess.); also of subordinate officials, clerk, sometimes a term of contempt, ὄλεθρος γραμματεύς D.18.127; θεοῖς ἐχθρὸς καὶ γραμματεύς Id.19.95; ἡ γραμματεύς, in joke, Ar. Th.432.
2 metaph., recorder, of memory, Pl.Phlb.39a.
3 scholar, γραμματεὺς σαφής A.Fr.358 (s.v.l.).
4 tracer, one who traces or one who marks out, of Egyptian embalmers, D.S.1.91.
Spanish (DGE)
γραμματέως, ὁ
I secretario o escribano funcionario público
1 secretario en Atenas ὁ γραμματεὺς τῆς βουλῆς secretario del Consejo, IG 13.37.38, 104.6 (ambas V a.C.) 22.43.63, 103.41 (ambas IV a.C.), tb. γραμματεὺς ὁ κατὰ πρυτανείαν Arist.Ath.54.3, elegido por y entre los miembros del Consejo (y post. nombrado por sorteo) para levantar acta de documentos oficiales, decretos, votaciones, etc., Arist.Ath.54.3, cf. Plu.2.852e, distinto del γραμματεὺς ἐπὶ τοὺς νόμους ... ὃς παρακάθηται τῇ βουλῇ el cual sólo hacia copia de las leyes, Arist.Ath.54.3, ὁ γραμματεὺς τῆς πόλεως c. la función de ser lector público de leyes, decretos y otros documentos, Th.7.10, Plu.2.841f, καὶ ἀναγ[νῶ] ναι τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τῷ δήμῳ IG 22.223.10 (IV a.C.), elegido por el pueblo exclusivamente c. esa función, Arist.Ath.54.3
•en épocas post. y otras ciu., mismo sent. de escribano, secretario, registrador o notario de la ciudad misma, su Consejo o Senado γραμματεὺς τῶ δάμω SEG 32.1243.3 (Cime I a/ d.C.), TAM 3.628.1 (Termeso), IEphesos 21.1.10 (II d.C.), γραμματεῖς μητροπόλεως PFay.30.2 (II d.C.), γραμματεῖς πόλεως CPGr.2.55 (II d.C.), ὁ γραμματεὺς τῶν συνέδρων IG 5(1).1432.22 (Mesena I a./d.C.), γραμματεὺς τῶν βουλευτῶν IG 22.1774.58 (II d.C.), γραμματεὺς βουλῆς καὶ χρε(ωφυλάκων) TAM 3.730.1 (Termeso), cf. 526.3 (Termeso), en la asamblea del pueblo de Éfeso ὁ γραμματεὺς τὸν ὄχλον φησίν Act.Ap.19.35, Ζεὺς ... γραμματεῖς καὶ ψήφων διευθυντῆρας καὶ λογιστὰς σημαίνει Vett.Val.381.8
•fig. escribano dicho de la memoria ψευδῆ δ' ὅταν ὁ τοιοῦτος παρ' ἡμῖν γραμματεὺς γράψῃ Pl.Phlb.39a, κοινωνὸν τῶν ἀπορρήτων βουλευμάτων τὸν γραμματέα D.H.20.4.4.
2 secretario de otras instituciones y de dif. administraciones y departamentos oficiales: fiscales γραμματεὺς τῶν ταμ[ι] ᾶν CID 2.74.16 (IV a.C.)
•legislativos y judiciales γραμματεὺς τῶν θεσμοθετῶν: κληροῦσιν θεσμοθέτας μὲν ἓξ καὶ γραμματέα τούτοις Arist.Ath.55.1, cf. 59.7, Poll.8.92, encargado de tomar declaración a los testigos y lectura de actas μοι λαβὲ τὸ ψήφισμα γραμματεῦ ... καὶ ἀναγίγνωσκε Lycurg.36, ὄλεθρος γραμματεύς D.18.127, sent. cóm. ταῦτ' ἐγὼ φανερῶς λέγω, τὰ δ' ἄλλα μετὰ τῆς γραμματέως συγγράψομαι Ar.Th.432, tb. γραμματεὺς τῶν ἐπιμελητῶν τῶν δικαστηρίων en época imperial se votaban anualmente cuatro IG 22.1732.7, 1733.7 (ambas I d.C.), θεσμοφυλάκων TAM 3.280.2 (II d.C.)
•militares γραμματεὺς τοῦ στόλου παντός Arr.Ind.18.9
•religiosos ὁ γραμματεὺς τοῦ θεοῦ IG 9(2).1109.21 (Magnesia II a.C.), en un santuario oracular OGI 530.10 (Claros II d.C.)
•en la administración egipcia esp. escriba, secretario de guarniciones y fuerzas militares y reales, en el Egipto Ptolemaico ὁ γραμματεὺς τῶν ἐν τῷ περὶ Ἐλεφαντίνην δυναμέων IPDésert 105 (Elefantina III a.C.), τῶν μισθοφόρων ἱππέων PLille 10.1.2 (III a.C.), γραμματεὺς τῶν κατοίκων ἱππέων OGI 128.4 (Egipto II a.C.), cf. IFayoum 135.34, 136.38 (ambas I a.C.), γραμματεὺς τῶν μαχίμων UPZ 110.145 (II a.C.), o imper. γραμματεὺς στρατηγοῦ escriba del estratega, POxy.602 descr. (II d.C.)
•βασιλικὸς γραμματεύς = escriba real o administrador general funcionario más importante del νόμος encargado de las finanzas estatales UPZ 110.143 (II a.C.)
•tb. c. funciones de administrador de grupos y corporaciones γραμματεὺς γεωργῶν PFay.18a.1, γραμματεὺς διοικήσεως POxy.642 descr. (II d.C.), γρ(αμματεῖς) σιτολ(όγοι) BGU 67.6 (II d.C.), el que registra y controla los embalsamientos ὁ γραμματεὺς λεγόμενος ... περιγράφει ... ὅσον δεῖ διατεμεῖν D.S.1.91, γραμματεὺς τῶν ἀνδραπόδων encargado de registrar la contribución de un impuesto sobre los esclavos PHib.29.7 (III a.C.).
II de comunidades o asociaciones
1 secretario general de asociaciones judías en Roma, redactor y archivero de actas de las sesiones del consejo y la asamblea γραμματεὺς Σεκηνῶν CIIud.7, cf. 18, 67, 284, 318, 433.
2 escriba, rabino, doctor de la ley judía LXX Id.5.14B, 2Pa.26.11, 1Ma.5.42, Ex.5.6, 10, 14, 15, Eu.Matt.2.4, Eu.Marc.1.22, 12.38, op. φαρισαῖος Eu.Matt.23.2.
German (Pape)
[Seite 504] ὁ, Schreiber, Thuc. 7, 10; Plat. Phil. 39 a; bes. Staatsschreiber, in Athen von sehr verschiedenem Range, vgl. Böckh Staatshaush. I S. 198; kom. ἡ γραμματεύς Ar. Th. 439. Weil der γραμματεύς auch die Aktenstücke vor Gericht vorlesen mußte, Vorleser, B. A. 183. 226.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
scribe, greffier, particul. greffier public, officier ministériel chargé d'enregistrer les documents, de les conserver et d'en donner lecture dans les assemblées ou devant les tribunaux ; à Athènes secrétaire de l'Assemblée et du Conseil.
Étymologie: γράμμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματεύς -έως, ὁ γράμμα kom. f.
1. secretaris, griffier, schrijver.
2. schriftgeleerde,. ΝΤ.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτεύς: έως ὁ, шутл. Arph. ἡ
1 писец, секретарь: ὁ γραμματεὺς τῆς πόλεως Dem. государственный секретарь (оглашавший в экклесии деловые документы);
2 ученый, книжник NT.
English (Strong)
from γράμμα. a writer, i.e. (professionally) scribe or secretary: scribe, town-clerk.
English (Thayer)
γραμματέως (accusative plural γραμματεῖς, Winer's Grammar, § 9,2; (Buttmann, 14 (13))), ὁ (γράμμα), the Sept. for סֹפֵר and שֹׁטֵר;
1. in secular authors and here and there in the O. T. (e. g. a clerk, scribe, especially a public scribe, secretary, recorder, whose office and influence differed in different states: Lightfoot in The Contemporary Review for 1878, p. 294; Wood, Discoveries at Ephesus, Appendix, Inscriptions from the Great Theatre, p. 49n.),
2. in the Bible, a man learned in the Mosaic law and in the sacred writings, an interpreter, teacher: νομικός in νομοδιδάσκαλος in γραμματεύς and νομικός (cf. a jurisconsult) and Classic, γραμματεύς as the more general (a learned man) and Hebraistic; it is also the more common in the Apocrypha, where νομικός occurs only teachers they were called νομοδιδάσκαλοι. Cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Lawyer, also under the word Smith's Bible Dictionary, Scribes I:1 note)); γραμματεῖς explained the meaning of the sacred oracles, γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, R G; Schürer, Neutest. Zeitgesch. § 25 ii.; Klöpper in Schenkel v. 247ff; (and thorough articles in BB. DD. under the word Scribes>; cf. Winer's Grammar, Robertson Smith, The O. T. in the Jewish Ch., Lect. iii.):
3. universally, a religious teacher: γραμματεύς μαθητευθείς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν a teacher so instructed that from his learning and ability to teach advantage may redound to the kingdom of heaven, G T Tr WH read μαθητευθείς τῇ βασιλεία (L ἐν τῇ βασιλείαν); and many interpret made a disciple unto the kingdom of heaven (which is personified); see μαθητεύω, at the end).
Greek Monolingual
και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) γράμμα
δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας
νεοελλ.
φρ. «Γενικός Γραμματέας» — αξιωματούχος υπουργείου, επιτροπής, κόμματος, ομοσπονδίας κ.λπ. ο οποίος ασκεί εξουσίες σύμφωνα με κανονιστικό διάταγμα ή καταστατικό
αρχ.
1. ονομασία για διάφορους αξιωματούχους και κρατικούς λειτουργούς
2. ταριχευτής στην αρχαία Αίγυπτο
3. Εβραίος νομοδιδάσκαλος
4. μαθητής.
Greek Monotonic
γραμμᾰτεύς: -έως, ὁ (γράμμα), γραμματέας, όνομα πολλών αρχόντων στην Αθήνα, Λατ. scriba, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτεύς: έως,ὁ, ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Λατ. scriba, ὄνομα πολλῶν ἀρχόντων ἐν Ἀθήναις διαφόρου θέσεως καὶ σπουδαιότητος, B öckh Ath.St.1.249· ὁ ἀνώτατος αὐτῶν ἦτο ὁ γρ. τῆς πόλεως, ὅστις ἀνεγίνωσκε δημόσια ἔγγραφα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Θουκ. 7.10· μετὰ τοῦτον ἦτο ὁ τῆς πρυτανείας,ὃν διώριζεν ἡ βουλή, ἵνα τηρῇ καὶ δημοσιεύῃ ψηφίσματα, ἴδε Πολυδ. Η', 98· οὗτος δὲ μνημονεύεται συχνάκις ἐν ἀρχῇ τοῦ ψηφίσματος, μάλιστα εἰς παλαιοτέρους χρόνους, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε Θουκ. 4.118, πρβλ. Ἀνδοκ. 13.2,Δημ. 315.9 κ. ἀλλ.·-οἱ δὲ κατωτέρου βαθμοῦ γραμματεῖς πολὺ περιεφρονοῦντο ὁ αὐτ. 269.20.,371.22· -ἡ γραμμ., ὡς ἀστεïσμός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 432·-ἅπαξ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ.370.
Middle Liddell
γράμμα
a secretary, clerk, Lat. scriba, Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:grammateÚj 格藍馬跳士
詞類次數:名詞(67)
原文字根:寫(者) 相當於: (סָפַר / סׄפֵר)
字義溯源:書寫者,書記,文士;源自(γράμμα)=書寫);而 (γράμμα)出自(γράφω / καταγράφω)*=銘記)。這裏所說的書記,並非普通的記錄抄寫員,他們乃是文士或律法師,專門替那些不懂律法的百姓去解釋詮明律法的內容。新約常將文士與法利賽人相題並論,其實,文士不一定是法利賽人,而法利賽人也不一定是文士。如果一個人是文士,又是法利賽人,他是高尚而受尊敬的人。一個人要成為文士,他得從15歲起受12年的教導。文士到了40歲就有資格去教導年青人去學習作文士。許多能解釋律法的人,都是農人,有技術的人,否則只會說,卻沒有實際的技術經歷,往往是不受人重視的。律法師和律法專家,他們的目標,是盼望他們對律法的觀點與判斷,能被提供到議會(猶太人最高的法庭)中去。主耶穌在山上宣講那些有福的話後,接著就說,他來不是要廢掉律法和先知,乃是要成全( 太5:17);並且要求他的聽眾說,你們的義若不勝過文士和法利賽人的義,斷不能進天國( 太5:20)。主耶穌說話常常先肯定猶太長者的話(你們聽見有吩咐古人的話,說,),接著使說,只是我告訴你們,如何,如何;這就是說,主耶穌在此宣布天國的新律法( 太5:21,22)。這無異否定了文士和法利賽人的地位與講解,因此他們時常向主耶穌挑釁,到處去找主耶穌的話柄。保羅向哥林多信徒說到神的智慧說,智慧人在那裏,文士在那裏,這世上的辯士在那裏。神豈不是叫這世上的智慧變成愚拙麼。世人憑自己的智慧,既不認識神,神就樂意用人所當作愚拙的道理,拯救那些信的人;這就是神的智慧了( 林前1:20,21)。這些話遠遠超過文士和法利賽人對律法的解釋,恐怕他們要長期徘徊於這愚拙道理的門口,自己進不去,又要擱阻別人進去
出現次數:總共(66);太(25);可(21);路(14);約(1);徒(4);林前(1)
譯字彙編:
1) 文士(65) 太2:4; 太5:20; 太7:29; 太8:19; 太9:3; 太12:38; 太13:52; 太15:1; 太16:21; 太17:10; 太20:18; 太21:15; 太23:2; 太23:13; 太23:14; 太23:15; 太23:23; 太23:25; 太23:27; 太23:29; 太23:34; 太26:3; 太26:57; 太27:20; 太27:41; 可1:22; 可2:6; 可2:16; 可3:22; 可7:1; 可7:5; 可8:31; 可9:11; 可9:14; 可10:33; 可11:18; 可11:27; 可12:28; 可12:32; 可12:35; 可12:38; 可14:1; 可14:43; 可14:53; 可15:1; 可15:31; 路5:21; 路5:30; 路6:7; 路9:22; 路11:53; 路15:2; 路19:47; 路20:1; 路20:19; 路20:39; 路20:46; 路22:2; 路22:66; 路23:10; 約8:3; 徒4:5; 徒6:12; 徒23:9; 林前1:20;
2) 書記(1) 徒19:35