ἀθλιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A suffering, wretchedness, Pl.R.545a, Clearch.25, Plu.2.112b, etc. 2 degradation, ἀ. βαθεῖα Phld.Rh.1.206 S.
German (Pape)
[Seite 47] ἡ, Mühsal, Unglück, im Ggstz von εὐδαιμονία Plat. Theaet. 175 c u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλιότης: -ητος, ἡ ἀθλιότης, δυστυχία, Πλάτ. Πολ. 545Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
malheur, infortune.
Étymologie: ἄθλιος.