ἱπποκλείδης

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ου, ὁ, (κλείω)

   A pudenda muliebria, Ar.Fr.703.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκλείδης: ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς μόριον Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
τὸ τῆς γυναικὸς μόριον AR selon Eust.
Étymologie: prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils.