ἀδόκιμος

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A not legal tender, not current, of coin, Pl.Lg.742a; not approved, of horses, Arist.Ath.49.1.    2 unsatisfactory, unconvincing, of a statement, Ph.Bel.76.47, Alex.Aphr.in Top.576.14.    3 disreputable, λακίσματ' ἀδόκιμ' ὀλβίοις ἔχειν E.Tr.497; μοῦσα Pl.Lg.829d, cf. D. 25.36,Ep.Rom.1.28. Adv. -μως Poll.5.160.    4 of persons, Pl.R.618b; discredited, reprobate, X.Lac.3.3, 2 Ep.Tim.3.8, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδόκῐμος: -ον, ὁ μὴ δόκιμος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποστῇ δοκιμήν, παραπεποιημένος, κίβδηλος, κυρίως ἐπὶ νομισμάτων. Πλάτ. Νόμ. 742Α. ΙΙ. μεταφ. ἄνευ φήμης, ἄσημος, ἀφανής, λακίσματ’ ἀδόκιμ’ ὀλβίοις ἔχειν, Εὐρ. Τρῳ. 497· μοῦσα, Πλάτ. Νόμ. 829D· πρβλ. Δημ. 781. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Πολυδ. 5. 160, 2, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 618Β. ἀποδεδοκιμασμένος ὡς κίβδηλος, ἀπόβλητος, Ξεν. Λακ. 3, 3. Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 28, Τιμόθ. Β΄. γ΄, 8 κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de mauvais aloi (monnaie);
2 vil, bas ; méprisé.
Étymologie: ἀ, δόκιμος.