πηγάνιον

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A = πήγανον, Thphr.HP1.10.4 (pl.), Nic.Th.531, Al.49.

German (Pape)

[Seite 608] τό, dim. von πήγανον, auch eine Art Gemüsepflanze mit fleischigen Blättern, Theophr.; Nic. Ther. 531 Al. 49.

Greek (Liddell-Scott)

πηγάνιον: [ᾰ], τό, βοτάνη τις ἔχουσα φύλλα σαρκώδη ὡς τὸ πήγανον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Νικ. Θηρ. 531, Ἀλεξιφ. 49.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. πηγάνιος.