πηγάνιος

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πήγανον
1. ο πηγάνινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγάνιον
το πήγανο.