πηγάνιος

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ πήγανον
1. ο πηγάνινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγάνιον
το πήγανο.