ἀναγλυφάριος: ὁ, ὁ ἀνάγλυφα κατασκευάζων, γλύπτης.
-ου, ὁ escultor Mac.Aeg.M.34.617C, Sch.Iuu.9.145•sent. fig. Ambr.Tob.13.43.