escultor
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Spanish > Greek
ἀγαλματογλύπτης, ἀγαλματογλύφος, ἀγαλματοποιός, ἀγαλματουργός, ἀγαλμοτυπεύς, ἀναγλυφάριος, ἀνδριαντογλύφος, ἀνδριαντοεργάτης, ἀνδριαντοπλάστης, ἀνδριαντοποιός, ἀνδριαντουργός, γλύπτης, γλυφευτής, δημιουργός, ζωογλύφος, ζῳογλύφος, ζωοπλάστης, ζῳοπλάστης, ζῳοτύπος, λααξός, λαξόος, λαοξόος, λιθογλύπτης, λιθογλύφος, λιθοξόος, λιθόξοος, λιθοξύστης, λιθοτέκτων, λιθουργός, ξοανογλύφος, πλάστης, πλαστουργός, τέκτων