ἑτερόκαρπος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A bearing different fruit, of grafts, Hp.Nat.Puer. 26.

German (Pape)

[Seite 1048] andere Früchte tragend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόκαρπος: -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόκαρπος, -ον)
(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής.