ἑτερόκαρπος
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
ἑτερόκαρπον, bearing different fruit, of grafts, Hp.Nat.Puer. 26.
German (Pape)
[Seite 1048] andere Früchte tragend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόκαρπος: -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόκαρπος, -ον)
(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής.