δρακοντόμιμος
English (LSJ)
ον,
A serpent-like, τορεύματα Sopat.19.
German (Pape)
[Seite 664] Drachen darstellend, τορεαματα Sopat. bei Ath. VI, 230 f.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόμῑμος: -ον, ὀφιοειδής, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, τορεύματα Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντόμῑμος) -ον semejante a una serpiente τορεύματα Sopat.18.2.