ὀφιοειδής

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοειδής Medium diacritics: ὀφιοειδής Low diacritics: οφιοειδής Capitals: ΟΦΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ophioeidḗs Transliteration B: ophioeidēs Transliteration C: ofioeidis Beta Code: o)fioeidh/s

English (LSJ)

ὀφιοειδές, like a serpent, Dsc.2.166.

German (Pape)

[Seite 426] ές, schlangenähnlich, -artig, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.

Greek Monolingual

-ές (Α οφιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με φίδι
νεοελλ.
αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής.
επίρρ...
οφιοειδώς
με οφιοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -ειδής].