ἰσχυτήριος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

German (Pape)

[Seite 1273] stärkend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡτήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος ἴσχαιμος. ἴδε Littré 4, σ. 312.

Greek Monolingual

ἰσχυτήριος, -ία, -ον (Α) ισχύω
αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός.