ταβουλάριος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek (Liddell-Scott)

ταβουλάριος: ὁ, Λατ. tabularius, γραμματοφύλαξ, Εὐσ. ΙΙ. 1492, Νεῖλ. 312C, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρχειοφύλακας της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης του Βυζαντίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)].