ταβουλάριος

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek (Liddell-Scott)

ταβουλάριος: ὁ, Λατ. tabularius, γραμματοφύλαξ, Εὐσ. ΙΙ. 1492, Νεῖλ. 312C, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αρχειοφύλακας της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης του Βυζαντίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)].