ὀρειάς

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος,

   A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.).    II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.

German (Pape)

[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne ; αἱ Ὀρειάδες, les Oréiades, nymphes des montagnes.
Étymologie: ὄρος.