βράχος

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράχος Medium diacritics: βράχος Low diacritics: βράχος Capitals: ΒΡΑΧΟΣ
Transliteration A: bráchos Transliteration B: brachos Transliteration C: vrachos Beta Code: bra/xos

English (LSJ)

(A) [ᾰ], ὁ, prob.
A f.l. for βάτραχος, Ephipp. 13.

(B), -εος, τό,
A v. βράχεα.

Spanish (DGE)

forma corrupta, quizá por βάτραχος en el sent. II, Ephipp.13.
v. βράχεα.

German (Pape)

[Seite 462] eine Speise, Ephipp. Ath. XIV, 642 e; scheint verderbt, Mein. verm. βραγμός.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
seul. plur. βράχεα, p. contr. βράχη;
bas-fonds, écueils.
Étymologie: βραχύς.

Greek (Liddell-Scott)

βράχος: [ᾰ], ὁ, πιθ. σφάλμα ἀντὶ τοῦ βρασμός, Ἔφιππ. Κυδ. 2.

Greek Monolingual

(I)
ο και βράχος, το και βράχο, το (πληθ. οι βράχοι και τα βράχια) (Μ βράχος, ο και βράχος, το και πληθ. βράχη, τα)
ογκώδης συμπαγής πέτρα
νεοελλ.
1. λόφος, βουνό μικρού ύψους
2. σκόπελος ή ύφαλος θάλασσας
3. βραχώδης ακτή
4. στερεά βάση, θεμέλιο
5. κάθε τι το σταθερό και ακλόνητο σαν πέτρα
6. (για πρόσωπα) ο ακλόνητος στις ιδέες και πεποιθήσεις του, ο σταθερός χαρακτήρας, ο αλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. ο βράχος, προήλθε από το ουδ. το βράχος, με αλλαγή του γένους προκειμένου να δοθεί στη λ. μεγεθυντική σημασία. Το ουδ. το βράχος < (αρχ. ουσ. πληθ.) τα βράχεα και συγκεκριμένα από τον συνηρημένο τ. βράχη, τα κατά το σχήμα τα όρη - το όρος, τα τείχη-το τείχος κ.ά. Ο δε τ. του πληθ. βράχια προήλθε με συνίζηση από τον τ. βράχεα και είναι πιο εύχρηστος από τον πληθ. οι βράχοι. Αρχικά ονομάστηκαν έτσι τα ρηχά νερά, τα τενάγη, έπειτα οι απότομες πέτρες στις ακτές της θάλασσας και εν συνεχεία κάθε απόκρημνη πέτρα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βραχώδης
νεοελλ.
βραχιάζω, βραχουριά, βραχώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βραχοκαταλύτης, βραχονήσι, βραχονησίδα, βραχοσπαρμένος, βραχόσπαρτος, βραχοσπηλιά, βραχοσύντριφτος, βραχότοπος
(Β' συνθετικό) ανεμόβραχος, θαλασσόβραχος, ξερόβραχος, ψηλόβραχος].
(II)
βράχος, το (AM)
βλ. βράχεα.

Greek Monotonic

βράχος: -εος, τό, βλ. βράχεα.