ὁμογάστωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, = foreg., Poll.3.23.
German (Pape)
[Seite 333] ορος, dasselbe, Poll. 3, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Πολυδ. Γ΄, 23.
Greek Monolingual
ὁμογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
ομογάστριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο-γάστωρ].