[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A tower-guard, warder, A.Th.168 (lyr.), PFlor.297.469 (vi A.D.), etc.
[Seite 821] ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.
πυργοφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φύλαξ πύργου, φρουρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 168.
ακος (ὁ) :gardien d’une tour.Étymologie: πύργος, φύλαξ.