χειραγωγός

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

όν,

   A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt).    2 Subst., leader, guide, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.

German (Pape)

[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ouχειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.