τροποφορέω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

c. acc.,

   A bear with another's moods, Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τὸν τῦφόν μου Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφο- in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.

Greek (Liddell-Scott)

τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.