κεστροφυλακέω
English (LSJ)
v. κεστροφύλαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κεστροφυλακέω: εἰμὶ κεστροφύλαξ, φυλάττω τοὺς κέστρους, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA, ΙΙΙ. 735, 736.
v. κεστροφύλαξ.
κεστροφυλακέω: εἰμὶ κεστροφύλαξ, φυλάττω τοὺς κέστρους, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, CIA, ΙΙΙ. 735, 736.