ῥυππαπαί

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

German (Pape)

[Seite 852] ein Ruf der athenischen Ruderknechte u. Matrosen, wie ὠόπ, Hurrah! Ar. Ran. 1071 u. Vesp. 909, τὸ ῥυππαπαί, komisch, die ganze Matrosenschaft, Schol. τὸ ναυτικόν; falsch ist ῥυπαπαί.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυππᾰπαί: ἐπίφθεγμα ναυτικόν, πααρακελευστικόν κωπηλασίας, ὡς τὸ ὠόπ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1073· ἐντεῦθεν κωμικῶς, τὸ ῥυππαπαί, τὸ πλήρωμα πλοίου ἢ τὸ ναυτικὸν στράτευμα, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 909. - Πρβλ. ἱππαπαί.

French (Bailly abrégé)

interj.
yoho ! cri des matelots ; τὸ ῥυππαπαί AR la race des matelots.