ἱππαπαί
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
Middle Liddell
ῥυππαπαί
a cry of the Ἱππεῖς, a parody of the boatmen's cry (ῥυππαπαί), Ar.
German (Pape)
[Seite 1257] komischer Ausruf von den Pferden, nach ῥυππαπαί gebildet, Ar. Equ. 602.
Russian (Dvoretsky)
ἱππᾰπαί: interj. шутл. (поощрительный возглас по созвучию с ῥυππαπαί у гребцов): ἱ., τίς ἐμβαλεῖ; Arph. Eq. 602 а ну, лошадки, кто приналяжет (на весла)?
Greek (Liddell-Scott)
ἱππᾰπαί: κραυγὴ τῶν ἱππέων, παρῳδία τῆς τῶν ναυτῶν κραυγῆς (ῥυππαπαί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 602.
Greek Monolingual
ἱππαπαῑ (Α)
κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῖ;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῖ, κραυγή τών κωπηλατών].
Greek Monotonic
ἱππᾰπαί: ιαχή, κραυγή των ἱππέων, παρωδία της ιαχής των ναυτών (ῥυππαπαί), σε Αριστοφ.