μετακαινίζω

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A model anew, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.