καινίζω
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
(καινός) prop. make new or make strange, but usually in deriv. senses, καί τι καινίζει στέγη the house has something new, strange about it, S.Tr.867; κ. εὐχάς offer new, offer strange prayers, E.Tr.889; ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν (corr. Blomf. for ᾧ σ' ἐκαίνισαν) how they devised a new, strange net, A.Ch.492; ὅστις τόνδ' ἐκαίνισεν λόγον E. Fr.598 (= Critias 21 D.); so later, innovate, καθολικόν τι καινίζειν OGI669.47:—Pass., ib.62 (Egvpt, i A. D.), Just.Nov.7.12 Ep.; πολλὰ τῷ βίῳ κ. Vett.Val.270.27; in Poets, esp. use for the first time, handsel, καίνισον ζυγόν try on thy new yoke, A.Ag.1071; πρῶτος τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν first handseled the bull [of Perilaus], Call.Fr.119; κ. δόρυ first to feel the spear, Lyc.530.
German (Pape)
[Seite 1294] = καινόω, neuern, etwas Neues, Ungewöhnliches thun; καὶ τί καινίζει στέγη Soph. Tr. 864, Schol. ἔοικέ τι νεώτερον ἔχειν ὁ οἶκος, etwas Neues geht im Hause vor; εὐχὰς ὡς ἐκαίνισας θεῶν Eur. Tr. 889; καίνισον ζυγόν, nimm das neue Joch, Aesch. Ag. 1041; μέμνησο δ' ἀμφίβληστρον, ᾧ σ' ἐκαίνισαν, womit sie neu dich singen, Ch. 485; auch pass., καινισθεὶς τῇ τύχῃ, im neuen Glücke, Schol. Ar. Plut. 321. Auch = einweihen, Sp. Vgl. καινόω.
French (Bailly abrégé)
f. καινίσω, att. καινιῶ;
1 faire une chose pour la première fois, innover, inaugurer : ζυγόν ESCHL inaugurer le joug, le porter pour la première fois;
2 faire qch de nouveau, d'inusité, d'étrange : τι καινίζει στέγη SOPH il se passe du nouveau dans le palais.
Étymologie: καινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινίζω [καινός] poët. als iets nieuws of vreemds of ongehoords hebben, met acc.: καίνισον ζυγόν draag het nieuwe juk Aeschl. Ag. 1071; τι καινίζει στέγη het huis heeft nieuw leed Soph. Tr. 867. ‘vernieuwen’, op een nieuwe of ongebruikelijke manier doen of gebruiken:. μέμνησο δ’ ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν herinner je hoe zij een ongehoord net hebben gebruikt Aeschl. Ch. 492; εὐχὰς ὡς ἐκαίνισας θεῶν hoe ongebruikelijk zijn de gebeden die je tot de goden hebt gericht Eur. Tr. 889.
Russian (Dvoretsky)
καινίζω:
1 происходить или делать впервые, быть новым, необычным: καί τι καινίζει στέγη Soph. что-то неслыханное творится в доме;
2 обновлять, менять на новое: κ. ζυγόν Aesch. надеть (на себя) новое ярмо; μέμνησο δ᾽ ἀμφίβληστρον, ᾧ σ᾽ ἐκαίνισαν Soph. вспомни о сети, в которую (Клитемнестра и Эгист) недавно (или столь неслыханным образом) поймали тебя; εὐχὰς κ. θεῶν Eur. воссылать небывалые молитвы богам.
Greek Monolingual
καινίζω (Α) καινός
1. κάνω κάτι νέο ή έχω κάτι ασυνήθιστο, παράξενο («καί τι καινίζει στέγη» — το σπίτι φαίνεται να έχει κάτι παράξενο, Σοφ.)
2. δοκιμάζω κάτι καινούργιο («καίνισον ζυγόν», Αισχύλ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά («μέμνησο ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν» — να θυμάσαι το δίχτυ, πώς το μεταχειρίστηκαν για σένα για πρώτη φορά, Αισχύλ.)
4. επιγρ. νεωτερίζω
5. επιγρ. (για πόλεις) ανακαινίζω
6. φρ. «καινίζω εὐχάς» — κάνω νέες, παράδοξες ευχές (Ευρ.).
Greek Monotonic
καινίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ (καινός), καθιστώ κάτι καινούριο· απ' όπου, καί τι καινίζει στέγη, και το σπίτι έχει κάτι περίεργο, παράξενο πάνω του, σε Σοφ.· καίνισον ζυγόν, δοκίμασε το νέο σου ζυγό, εγκαινίασέ τον, σε Αισχύλ.· κ. εὐχάς, προσφέρω καινούριες, παράδοξες προσευχές, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καινίζω: μέλλ. ―ῐῶ· (καινός)· ― ποιῶ τι καινόν· κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ταύτης πρέπει τὸ καινίζω νὰ ἀναλύηται εἰς τὸ ἔχω καινόν, φέρω καινόν, ὡς καὶ τι καινίζει στέγη, ἡ οἰκία ἔχει τι καινὸν περὶ ἑαυτήν, κἄτι παράδοξον, Σοφ. Τρ. 867· καίνινισον ζυγόν, δοκίμασον τὸν νέον ζυγόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1071· ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν, πῶς κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν τὸ δίκτυον, (λαμβανομένης τῆς τοῦ Blomfield διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ᾧ σ’ ἐκαίνισαν, ὅπερ ὁ Stanley ἑρμηνεύει: «μὲ τὸ ὁποῖον ἐσχάτως σὲ συνέλαβον»), ὁ αὐτ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 492· καινίζω εὐχάς, προσφέρω νέας, παραδόξους προσευχάς, Εὐρ. Τρῳ. 889· πρῶτος ἐπεὶ τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν, ἐχρήσατο πρῶτος αὐτός, περὶ τοῦ ταύρου ὃν κατεσκεύασεν ὁ Περίλαος, Καλλ. Ἀποσπ. 119· καινίζω δόρυ Λυκόφρ. 530. ΙΙ. νεωτερίζω, ὥστε μηδὲν... καινίζεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 62. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, τὴν πόλιν αὐτόθι 8679. ― Πρβλ. ἐγκαινίζω.
Middle Liddell
καινός
to make new: hence, καί τι καινίζει στέγη and the house has something strange about it, Soph.; καίνισον ζυγόν try on thy new yoke, handsel it, Aesch.; κ. εὐχάς to offer new, strange prayers, Eur.
Translations
innovate
Catalan: innovar; Chinese Mandarin: 創新/创新; Czech: inovovat; Danish: forny; Dutch: vernieuwen; Finnish: innovoida, tehdä uutta, tehdä uudella tavalla, keksiä; French: innover; German: innovieren, erneuern, neuern; Greek: καινοτομώ; Ancient Greek: ἐπικαινοτομέω, καινίζω, καινοδοξέω, καινοποιέω, καινοτομέω, καινουργέω, νεοπραγέω, νεωτερίζω, προσκαινουργέω; Hungarian: újít; Icelandic: endurnýja; Italian: innovare; Norwegian: fornye; Portuguese: inovar; Slovak: inovovať; Spanish: innovar; Swedish: förnya