οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
χρῡσοαυγής: -ές, = χρυσαυγής, τὰ Μετὰ Θεοφάν. 145.
-ές, Μβλ. χρυσαυγής.