ὁμόρροθος

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον, prop.

   A rowing together : hence, side by side, στείχοντες ὁμόρροθοι Theoc.Ep.3.5 :—also ὁμο-ρρόθιος, ον, AP7.374 (Marc. Arg.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόρροθος: -ον, κυρίωςὁμοῦ κωπηλατῶν· ὅθεν, ὁ πλησίον ἑτέρου ὤν, ὁ συγχρόνως τι πράττων, στείχοντες ὁμόρροθοι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 5· - οὕτως, ὁμορρίθιος, ον, Ἀνθ. Π. 7. 374.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait du bruit en même temps, particul. qui rame en même temps ; fig. qui agit de concert, qui est d’accord.
Étymologie: ὁμοῦ, ῥοθέω.