ἀμφιπτολεμοπηδησίστρατος
English (LSJ)
ον, Com. name in Eup. 393.
- REDIRECT Ἀμφιπτολεμοπηδησίστρατος
German (Pape)
[Seite 142] komisches Wort des Eupolis, B. A. 702.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπτολεμοπηδησίστρατος: -ον, λέξις κωμ. τοῦ Εὐπόλιδος (Ἄδηλ. 70) ἀσαφοῦς σημασίας.