A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.
συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.
-ῶ :être limitrophe de, τινι.Étymologie: συντέρμων.