συντέρμων

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντέρμων Medium diacritics: συντέρμων Low diacritics: συντέρμων Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΩΝ
Transliteration A: syntérmōn Transliteration B: syntermōn Transliteration C: syntermon Beta Code: sunte/rmwn

English (LSJ)

συντέρμον, gen. ονος, bordering on, close together, APl.4.185.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
limitrophe.
Étymologie: σύν, τέρμων.

Greek (Liddell-Scott)

συντέρμων: -ον, ὁ ὁμοῦ καταλήγων, συνορεύων, πλησιόχωρος, γείτων, Ἀνθ. Πλαν. 186.

Greek Monolingual

σύντερμον, Α
πλησιόχωρος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τέρμων (< τέρμων, -όνος«τέρμα, όριο»), πρβλ. περιτέρμων.

Greek Monotonic

συντέρμων: -ον, αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός, πλησιόχωρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

συν-τέρμων, ον,
bordering on, close together, Anth.

German (Pape)

ονος, angrenzend, Ep.adesp. 251 (Plan. 185).