συντέρμων
From LSJ
English (LSJ)
συντέρμον, gen. ονος, bordering on, close together, APl.4.185.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
limitrophe.
Étymologie: σύν, τέρμων.
Greek (Liddell-Scott)
συντέρμων: -ον, ὁ ὁμοῦ καταλήγων, συνορεύων, πλησιόχωρος, γείτων, Ἀνθ. Πλαν. 186.
Greek Monolingual
σύντερμον, Α
πλησιόχωρος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τέρμων (< τέρμων, -όνος«τέρμα, όριο»), πρβλ. περιτέρμων.
Greek Monotonic
συντέρμων: -ον, αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός, πλησιόχωρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
συν-τέρμων, ον,
bordering on, close together, Anth.
German (Pape)
ονος, angrenzend, Ep.adesp. 251 (Plan. 185).