όν,
A inwoven, Theoc.15.83.
ἐνῠφαντός: -όν, ὑφαντός, «κεντημένος» ἔν τινι, Θεόκρ. 15. 83.
ος, ον :tissé, brodé.Étymologie: ἐνυφαίνω.