ἐνυφαίνω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῠφαίνω Medium diacritics: ἐνυφαίνω Low diacritics: ενυφαίνω Capitals: ΕΝΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: enyphaínō Transliteration B: enyphainō Transliteration C: enyfaino Beta Code: e)nufai/nw

English (LSJ)

A weave in as a pattern, [πιλήματι] χρυσοῦ ποικιλίαν Duris 14J.; τῆς σκιᾶς τὴν πορφύραν Men.561; ἐν τοῖς ἑπομένοις ἐνυφήνας τὰ Τρωικὰ πάθη Jul.Or.8.240c:—Pass., to be inwoven, ζῷα ἐνυφας μένα θώρηκι Hdt.3.47, cf. 1.203; γράμματα IG2.754.9, cf. Arist.Mir.838a22; αὐλαία ἔχουσα Πέρσας -ασμένους Thphr. Char.5.9; [χιτῶνα] ἀρετῶν ποικίλμασιν ἐνυφασμένον Ph.1.654: metaph., ἅπαν καλὸν ὄνομα ἐνύφανται τῇ ποιήσει [τῆς Σαπφοῦς] Demetr.Eloc.166.
II weave in a place, Leg.Gort.2.51.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. 3asg. ἐνύπανε ICr.4.72.3.34 (Gortina V a.C.), subj. 3a sg. ἐνυπάνει ICr.4.72.2.51 (Gortina V a.C.); med. perf. 3a sg. ἐνύφανται Demetr.Eloc.166]
1 tejer encomo actividad propia de la esposa κτι ἐνύπανε τὰν ε̄̓μιναν y la mitad de cuanto ella tejió en el hogar, e.e., mientras estuvo casada ICr.4.72.3.34, cf. 2.51 (Gortina V a.C.).
2 bordar, representar en un tejido, entretejer gener. c. dat. o compl. prep. de lugar y ac. del material utilizado (πιλήματι) δὲ χρυσοῦ πολλὴν ἐνύφαινον ποικιλίαν Duris 14, cf. Men.Fr.435.2, o del tema representado τῷ πέπλῳ τὸ δρᾶμα Aen.Gaz.Thphr.66.21, ἐνυφαινόντων αὐτοὺς (ἀγῶνας) εἰς τὸν τῆς Ἀθηνᾶς πέπλον D.S.20.46, πέμπει πέπλον ... γράμματα ἐνυφήνασα Lib.Narr.18.2, en v. pas. ζῷα ... (εἰρίῳ) ἐνυφανθέντα Hdt.1.203, cf. 3.47, Arist.Mir.838a23, I.AI 3.154, ἐνυφαίνεσθαι δὲ τῷ πέπλῳ μετὰ τῶν θεῶν αὐτούς Plu.Demetr.10, cf. Philostr.VA 1.25, Ach.Tat.5.3.5, Cyr.Al.M.68.737D, οὗτος (χιθωνίσκος) ἔχει γράμ[ματα ἐ] νυφασμένα IG 22.1514.9 (IV a.C.), cf. D.L.6.102, ἐφαπτίδες ... εἰκόνας ἔχουσαι τῶν βασιλέων ἐνυφασμένας Callix.2 (p.167.3), ἀστέρων χρυσῶν ἐνυφασμένων App.Pun.66, κτήσασθαι ... αὐλαίαν Πέρσας ἐνυφασμένην poseer un tapiz bordado con (figuras de) persas Thphr.Char.5.9, πέπλον ... ἐνυφασμένον τῆς γιγαντομαχίας Porph.ad Il.241.17, τὸ χρυσὸν ἐνυφάνθαι τῷ χιτωνίσκῳ Lib.Or.64.52
fig. χιτῶνα ... ἀρετῶν ποικίλμασιν ἐνυφασμένον Ph.1.654, cf. Dam.in Prm.339, ζῶναι ἐνυφασμέναι frisos entrelazados en un templo, Gr.Naz.M.35.1037B.
3 medic. unir, enlazar, empalmar en v. pas. ἀνέχονται ὑπὸ τοῦ ἐνυφασμένου αὐτῷ ὑπερείσματι (las dos venas) se sujetan por la parte unida al propio apoyo Gal.14.717.
4 fig., lit. tejer palabras, componer ἐνυφαί[νετε δ' ὕμν] ους B.1.4, ἀπὸ τῶν ... ῥημάτων ἐνυφαίνει τὸν λόγον Chrys.M.57.227A, en v. med. mismo sent. ἡ Σαπφὼ ... ἅπαν καλὸν ὄνομα ἐνύφανται αὐτῆς τῇ ποιήσει Demetr.l.c.
esp. cantar, celebrar ἐν τοῖς ἑπομένοις ἐνυφήνας τὰ Τρωικὰ πάθη Iul.Or.4.240c, τὴν ὥραν τοῦ σώματος ... ἐνυφαίνει τοῖς θρήνοις Thdt.M.82.152B.

German (Pape)

[Seite 860] einweben, einwirken, Her. 1, 203. 3, 47 u. Sp., wie Plut. Demetr. 11; Ath. XII, 535 f; – ἐνυφαντός, eingewebt, Theocr. 15, 82.

French (Bailly abrégé)

tisser ou broder dans.
Étymologie: ἐν, ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῠφαίνω:
1 (об узорах, изображениях) ткать внутрь, вставлять в ткань (ἐνυφαίνεσθαι τῷ πέπλῳ Plut.): ἐνυφασμένος вотканный (ζῷα θώρηκι Her.; ζῴδια Arst.);
2 украшать ткаными узорами (τὴν πορφύραν Men.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῠφαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ὑφαίνω ἢ κεντῶ ἔν τινι ἄνθη, ζῷα, κ.τ.τ., Ἀθήν. 535F· τὴν πορφύραν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 33: ‒ Παθ., ἐνυφαίνομαι, ζῷα ἐνυφασμένα θώρηκι Ἡρόδ. 3. 41· πρβλ. 1. 203· γράμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 11.

Greek Monolingual

(AM ἐνυφαίνω)
υφαίνω (κεντώ) κάτι μέσα σε μια υφαντική ύλη, παρεμβάλλω σχέδια, χρώματα κ.λπ. κατά την ύφανση («θώρηκα... ζῴων ἐνυφασμένον συχνῶν», Ηρόδ.)
μσν.
εισάγω, υποβάλλω («ἀπολογίαν ἐνυφαίνει τῷ συγγράμματι», Φώτιος)
αρχ.
1. υφαίνω σ' έναν τόπο
2. παρεμβάλλω κάτι για διακόσμηση, στολίζω, ποικίλλω.

Greek Monotonic

ἐνῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υφαίνω, κεντώ διακοσμητικό σχέδιο — Παθ., υφαίνομαι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to weave in as a pattern:—Pass. to be inwoven, Hdt.