δασυκνήμων
English (LSJ)
Dor. δᾰσῠ-κνάμων, ον, gen. ονος, = foreg., APl.4.233 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 524] dasselbe, Πάν Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυκνήμων: -ον, γεν. ονος, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Πλαν. 4. 233.
Greek Monolingual
δασυκνήμων και δασυκνάμων, -ον (Α)
ο δασύκνημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνήμη «η γάμπα»].