ἀταλάντευτος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀταλάντευτος: -ον, ὁ μὴ ζυγισθεὶς ἢ μὴ ζυγιζόμενος, ὑπερβολικός, τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 405F.
Spanish (DGE)
-ον
no equilibrado τὸ τῆς γλώσσης ἀταλάντευτον locuacidad Ephr.Syr.3.405F.