ἀθανατοποιός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek (Liddell-Scott)
ἀθανατοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἀθάνατον, Εὐσ. βίος Κωνστ. 4. 62.
Spanish (DGE)
-όν
que hace inmortal, Hom.Clem.3.8, del bautismo ἡ ἀ. σφραγίς Const.Ep. en Eus.VC 4.62.1
•c. gen. ἡ ἀ. τῶν σωμάτων ἡμῶν ἁγνεία Meth.Symp.278.