ἀνακινητικός
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακινητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακινῶν, ὁ προξενῶν ἀνακίνησιν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 115.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que excita, que muevede las potencias de los serafines, Dion.Ar.EH M.3.481C.