νεωρός
English (LSJ)
ὁ, (ναῦς, οὖρος)
A superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.
German (Pape)
[Seite 250] ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νεωρός: ὁ, (ναῦς, ὤρα) ὁ φύλαξ νεωρίου, «νεωριοφύλαξ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
superintendant des arsenaux.
Étymologie: ναῦς, οὖρος².