νεωριοφύλαξ

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωριοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: νεωριοφύλαξ Low diacritics: νεωριοφύλαξ Capitals: ΝΕΩΡΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: neōriophýlax Transliteration B: neōriophylax Transliteration C: neoriofylaks Beta Code: newriofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, gloss on νεωρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νεωριοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων νεώριον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεωριοφύλαξ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, Wächter, Aufseher über das νεώριον, bei Hesych. Erkl. von νεωρός.