δακτυλόδικτος
English (LSJ)
ον, (δικεῖν)
A thrown from the fingers, δ. μέλος, of the humming of a top, A.Fr.57 codd. Str. (-δεικτον edd.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτῡλόδικτος: -ον, (δικεῖν) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. μέλος, ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη βέμβιξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(δακτῠλόδικτος) -ον
dirigido, guiado con los dedos ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος A.Fr.57.4.