βέμβιξ

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέμβιξ Medium diacritics: βέμβιξ Low diacritics: βέμβιξ Capitals: ΒΕΜΒΙΞ
Transliteration A: bémbix Transliteration B: bembix Transliteration C: vemviks Beta Code: be/mbic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ,
A whipping-top, Ar.Av.1461, Call.Epigr.1.9.
II whirlpool, Opp.H.5.222.
III cyclone, Hsch.
IV bussing insect, Nic.Al.183, Th.806, Parmeno 4.

Spanish (DGE)

-ικος, ἡ
1 peonza βέμβικος οὐδὲν διαφέρειν δεῖ Ar.Au.1461, θοὰς βέμβικας ἔχοντες Call.Epigr.1.9
fig. del movimiento de danza βέμβικες ἐγγενέσθων convertíos los dos en peonzas Ar.V.1531.
2 remolino que se forma en el agua βέμβικας ἑλίσσεται Opp.H.5.222, cf. Aret.SA 1.5.2, de viento, Hsch.
3 entom. abejorro β. ... ζῷον σφηκοειδές Parmeno 4, cf. Nic.Al.183, Th.806, Sch.Nic.Al.183a.
• Etimología: Término impresivo ref. a la noción de ‘dar vueltas’, en el que van unidos mov. y sonido, cf. βόμβος, etc.

German (Pape)

[Seite 442] ικος, ἡ. 1) der Kreisel, der mit der Peitsche getrieben wird, Ar. Vesp. 1529 Av. 1461; Callim. 37 (VII, 89); Wirbel, Strudel des Meeres, Opp. H. 5, 221. – 2) ein Insekt, = τενθρηδών, von seinem Schwirren so genannt, Nic. Al. 183.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
litt. ce qui bourdonne, d'où :
1 toupie;
2 tourbillon d'eau;
3 bourdon, insecte.
Étymologie: v. βόμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βέμβιξ, -ικος, ἡ tol.

Russian (Dvoretsky)

βέμβιξ: ῑκος ἡ волчок, юла Arph., Anth.

Frisk Etymological English

-ικος See also: s. βόμβος

Middle Liddell

Lat. turbo, a top spun by whipping, Ar.

Greek Monolingual

βέμβιξ (-ικος), η (Α)
1. η σβούρα
2. δίνη, ρουφήχτρα
3. κυκλώνας
4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) bamb- «φουσκώνω» + (επίθημα) -ῖκ-, παρουσιάζει δε φωνητική και σημασιολογική αντιστοιχία με τα πέμφιξ «πνοή, οίδημα» και πομφόλυξ «φυσαλλίδα αέρα». Οι λ. βέμβιξ, βόμβος ανήκουν σε εκτενή λεξιλογική ομάδα, η οποία δηλώνει υπόκωφους ήχους ή φουσκωμένα αντικείμενα (πρβλ. αρχ. ινδ. bimba- «δίσκος, σφαίρα», λεττ. bamba «σφαίρα, μπάλα», λιθ. bambu, bambeti «γογγύζω, γκρινιάζω»).
ΠΑΡ. αρχ. βεμβικίζω, βεμβικιώ, βεμβικώδης.

Greek Monotonic

βέμβιξ: -ῑκος, ἡ, Λατ. turbo, σβούρα περιστρεφόμενη από μαστίγιο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βέμβιξ: -ῑκος, ἡ, Λατ. turbo, «σβοῦρα», ἥν στρέφουσι διὰ μάστιγος (ὡσαύτως καὶ ῥόμβος, στρόμβος) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1461, Καλλ. Ἐπ. 1. 9. ΙΙ. δίνη, ἀνεμοστρόβιλος, Ὀππ. Ἁλ. 5.222. ΙΙΙ. ἔντομόν τι βομβοῦν, Νίκ. Ἀλ. 183.

Frisk Etymology German

βέμβιξ: -ικος
{bémbiks}
Grammar: f.
Meaning: ‘(Brumm)kreisel' (Ar., Kall.), auch Wasserstrudel (Opp.), Wirbelsturm (H.) und summendes Insekt, Hummel (Nik., Parmeno).
Derivative: Davon βεμβικώδης kreiselähnlich (Ath.), βεμβικίζω kreiseln (Ar.). Vgl. auch mit anderer Bildung βεμβρεῖ, βεμβ(ρ)εύει· δινεύει H.
Etymology: βέμβιξ (zur Bildung Chantraine Formation 382, außerdem Specht Ursprung 211 mit buntem Vergleichsmaterial) gehört mit βόμβος dumpfer Ton (s. d.), aind. bimba- m. n. Scheibe, Kugel, lett. bamba Kugel, Ball, lit. bambù, bambė́ti brummen und vielen anderen Wörtern familiären und expressiven Charakters zu einer umfassenden Wortgruppe, die lautmalend oder allgemein lautsymbolisch Schalleindrücke oder allerhand aufgeblasene oder aufgedunsene Gegenstände bezeichnet; es handelt sich dabei mindestens ebensosehr um elementare als um erblich bedingte Übereinstimmung. Die Annahme einer Schwundstufe in βαβάκτης (s. d.), βαβάξαι steht auf sehr schwachen Füßen. Laut- und begriffsähnlich sind πέμφιξ, πομφόλυξ (s. dd.). — Näheres bei WP. 2, 107ff, Pok. 93ff.; reiches Material aus dem Nordischen (mit Lit.) bei Lidén GHÅ 40 (1934: 3) 48ff.
Page 1,232

English (Woodhouse)

child's toy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)