δυσαπαλλαξία

From LSJ
Revision as of 18:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπαλλαξία: ἡ, ἡ δυσκολία πρός ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, ἐπιμονή, Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλαξία: v. l. = δυσαπαλλακτία.