ἐπιμονή
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ἡ,
A tarrying, delay, Th.2.18; residence, Sammelb.5343.42 (ii A.D.).
2. steadfastness, Pl.Cra.395b, Plu.Sert.16; persistence, Sor.2.16,40; of fruit, Thphr. CP 2.9.8.
3. staying still, inactivity, of a patient confined to bed, Phld.Ir.p.29 W.
4. Rhet., dwelling on a point, treating a point elaborately, Longin.12.2, Demetr.Eloc.280, Hermog.Id.1.11, Alex.Fig.1.10, etc.
II. ἐν ἐπιμονᾷ τινος, of a balance left in the hands of the treasurer, IG14.423 ii 5.
German (Pape)
[Seite 964] ἡ, das Dabeibleiben, Verweilen bei Etwas, Plat. Crat. 395 a; neben σχολαιότης Thuc. 2, 18, das Zögern, der Aufenthalt. – Bei den Rhetoren das Verweilen bei einem Gegenstande, um ihn weiter auszuführen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
retard, lenteur.
Étymologie: ἐπιμένω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμονή: ἡ
1 упорство, настойчивость, стойкость, твердость: ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν ὁ ἀνήρ Plat. муж удивительной стойкости; ἐ. ζητήσεως Sext. настойчивость в исследовании;
2 задержка, остановка (ἐν τῷ Ἰσθμῷ Thuc.);
3 постоянство, неизменность (τῆς ψυχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμονή: ἡ, (ἐπιμένω) τὸ μένειν ἔν τινι τόπῳ, χρονοτριβή, ἥ τε ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης Θουκ. 2. 18. 2) σταθερότης, Πλάτ. Κρατ. 395Α. 3) ῥητορ., τὸ ἐμμένειν εἴς τι ζήτημα, τὸ πραγματεύεσθαι αὐτὸ φιλοπόνως, Λογγῖν. 12· «ἐπιμονὴ δέ ἐστιν,... ἐπὶ πλεῖον ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ νοήματος ἐπιμονὴ μετὰ αὐξήσεως... ὡς Δημοσθένης... ‘Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο’» κτλ. Ἀλεξ. π. Σχημάτ. Ρητ. (Walz) τ. 8. σ. 440, πρβλ. 501, 508, 560, 655. 675, 700, τ. 9. 114. ΙΙ. ἐν ἐπιμονᾷ τινος, ἐπὶ ὑπολοίπου ἢ περισσεύματος λογαριασμοῦ ἀφεθέντος εἰς χεῖρας τοῦ ταμίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. 6 κἑξ.· πρβλ. ἀνδοκεία: ― ἴσως ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἐν ἀνδοκείᾳ καὶ ἐν ἐπιμονῇ εἶναι ὅτι τὸ μὲν δεύτερον ἀναφέρεται εἰς τὸν ἀποδυόμενον τὸ ἀξίωμα ταμίαν, τὸ δὲ πρῶτον εἰς τὸν ἀναλαμβάνοντα αὐτό.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμονή) επιμένω
εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας
β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.)
νεοελλ.
πείσμα
μσν.
διάρκεια
αρχ.
1. χρονοτριβή, καθυστέρηση («ἥ τε ἐν τῷ ἰσθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης», Θουκ.)
2. εγκαρτέρηση
3. (για καρπό) διατήρηση
4. απραξία
5. διεξοδικότερη διαπραγμάτευση.
Greek Monotonic
ἐπιμονή: ἡ (ἐπιμένω), παραμονή, αργοπορία, χρονοτριβή, καθυστέρηση, σε Θουκ.
Lexicon Thucydideum
commoratio, delay, tarrying, 2.18.3.
Translations
persistence
Arabic: إِلْحَاح; Bulgarian: постоянство, настойчивост; Catalan: persistència; Chinese Mandarin: 坚持; Czech: perzistence, vytrvalost; Dutch: doorzettingsvermogen; Finnish: sitkeys; French: persistance; German: Ausdauer, Bestand, Beständigkeit; Ancient Greek: δυσαπαλλακτία, ἐμμονή, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχισμός, ἐπιμονή, λιπαρία, λιπαρίη, μονή, παρεδρία, προσκαρτέρησις, προσλιπάρησις, τὸ ἔμμονον; Italian: perseveranza, persistere; Japanese: 固執; Latin: pervicacia; Maori: hohotatanga, pāuaua; Portuguese: persistência; Romanian: persistență; Russian: настойчивость, упорство; Serbo-Croatian Cyrillic: упорно̄ст; Roman: upórnōst; Sicilian: pirsistenza; Spanish: persistencia, perseverancia; Tamil: விடாமுயற்சி; Telugu: పట్టుదల; Tocharian B: stamalñe; Turkish: devamlılık, süreklilik
delay
Arabic: تَأْخِير, تَأَخَّر; Egyptian Arabic: مهلة; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: vertraging; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: délai, retard; Galician: demora, mora, retraso; German: Verzögerung, Verspätung; Greek: καθυστέρηση; Ancient Greek: διατριβή, τριβή, μονή, ἕδρα, μελλήματα, μέλλησις, ἐπιμονή, ἐπίσχεσις, μελλώ; Hebrew: איחור / אִחוּר; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: ritardo; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن, پاشخستن; Latin: mora; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ, دیرکَرد; Polish: opóźnienie; Portuguese: atraso, demora, mora, espera; Romanian: întârziere; Russian: задержка, промедление, опоздание; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: retraso, demora; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر; Yiddish: אָפּלייג; Zazaki: rotar, peymende