[Seite 1175] ἡ, die Herrschaft des Sohnes, Dionys. Areop.
υἱαρχία: ἡ, (υἱὸς) ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία τοῦ Υἱοῦ, Διον. Ἀεροπ. 645C.
ἡ, Αη εξουσία του υιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + -αρχία (< -άρχης < άρχω), πρβλ. πατρι-αρχία].