άρχω
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
(AM ἄρχω)
1. κυβερνώ, εξουσιάζω
2. παθ. (-ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος
νεοελλ.
φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» — αρχίζει η συνεδρίαση
αρχ.
(μέσ., -ομαι)
1. βρίσκομαι στην αρχή
2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι
3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ. ως ουσ.) βλ. άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. όρχαμος παραμένει αμφίβολη, ενώ κατ' άλλους πιθ. < mrghō «είμαι ο πρώτος». Επίσης, ο συσχετισμός του άρχω ως «κυβερνώ, είμαι πρώτος», με λατ. rigeō, rigidus, rigor, αρχ. σλαβ rogŭ, λιθ. rāgas, λεττιτ. rags, αρχ. πρωσσ. ragis, μσν. άνω γερμ. regen «ανέρχομαι, είμαι σταθερός» δεν είναι ικανοποιητικός. Το ρ. άρχω απαντά ευρύτατα σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής γραμματείας από τον Όμηρο και εξής με αρχική πιθ. σημασία «βαδίζω πρώτος, κάνω τον πρώτο, παίρνω την πρωτοβουλία να..., αρχίζω», ενώ μεταγενέστερες θεωρούνται οι σημασίες «διοικώ» (γνωστή ήδη από τον Όμηρο) και «είμαι άρχοντας» (αττική διάλεκτος). Τέλος, από την έννοια «παίρνω την πρωτοβουλία» προέκυψε πιθ. αυτή του «είμαι αρχηγός», είτε από την άποψη ότι κάνω την πρώτη κίνηση (πρβλ. θρησκευτικές χρήσεις του ρ. καθώς και αυτές στη μουσική και στον χορό) είτε ότι βαδίζω πρώτος.
ΠΑΡ. αρχή, αρχός, άρχων (-οντας).
ΣΥΝΘ. εξάρχω, συνάρχω, υπάρχω
αρχ.
απάρχω, διάρχω, ενάρχω κατάρχω, προάρχω
αρχ.-μσν.
επάρχω.