A v. ὀλίγος VI. 1.
[Seite 322] = ὀλίζων; Opp. Cyn. 3, 65. 394; Nic. Al. 479; Nic. Ther. 123 nur Conj. Bentl. für ὀλίζων.
ὀλιζότερος: -α, -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.
ὀλιζότερος, -έρα, -ον (Α) ολίζωνάλλος τ. συγκριτ. του ολίγος.