άλλος
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἄλλος, -η, -ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο)
1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί
2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι
αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι
3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου είδους ή άλλης φύσεως
4. ο επί πλέον, πρόσθετος (στην αρχ. με αριθμητικά)
5. αυτός που ακολουθεί τοπικά ή χρονικά, ο επόμενος
6. προηγούμενος, προγενέστερος
(νεοελλ.-μσν.)
1. ιδιότυπος, ασυνήθιστος, παράξενος, εξαιρετικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) άλλο
α) ακόμη, επί πλέον, επιπροσθέτως
β) περαιτέρω, πιο πέρα («άλλο δε φαίνεται ο γιαλός»)
γ) περισότερο («δε μπορώ να περιμένω άλλο»)
δ) του λοιπού, πια
νεοελλ.
άσχετος, ξένος, ανεξάρτητος
2. ανάλογος, παρόμοιος
3. ο ίσης αξίας με κάποιον, εφάμιλλος
4. (σε συνδυασμό με αντων. ή επιρρ.) «αλλ’ αντ’ άλλων» ή «άλλα των αλλώ», ανοησίες, ασυναρτησίες ή γενικά λόγοι εκτός του προκειμένου
«άλλος αυτός!», για πρόσωπο όμοιο κατά τα ελαττώματα με άλλους
«άλλοι κι άλλοι», μεγάλο πλήθος ανθρώπων «άλλο και τούτο!», για έκπληξη, παράδοξο άκουσμα ή ανέλπιστο γεγονός
«άλλο τίποτα!», για δήλωση αφθονίας ή πλεονασμού
«άλλος τόσος», διπλάσιος ή ισάριθμος
«κάθε άλλο!», για έντονη άρνηση
«ο ένας κι ο άλλος», οι τυχόντες, ο καθένας
«ο ένας τον άλλο», αλλήλους
«το ένα με το άλλο», κατά μέσον όρο
«(το) δίχως ή χωρίς άλλο», οπωσδήποτε, εξάπαντος
5. φρ. «άλλο να τ’ ακούσεις κι άλλο να το δεις» ή «άλλο να σού λέω κι άλλο να το δεις», δεν μπορεί κανείς με την ακοή να αποκτήσει σαφή γνώση ενός πράγματος ή γεγονότος, όση θα έχει βλέποντας το
«άλλο που δεν ήθελε!», ειρωνικά για κάποιον που έτυχε ή βρήκε αυτό που του άρεσε υπερβολικά
«από ‘δω παν’ κι οι άλλοι», για γρήγορη φυγή
«η άλλη ζωή», η μετά θάνατο, η μελλοντική ζωή
«ο άλλος κόσμος», ο Άδης
«ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του», για διχογνωμίες
«πάρε τον έναν, χτύπα τον άλλο», για εξίσου κακούς ανθρώπους
«σού λέει ο άλλος», για πιθανή αντίρρηση ή γνώμη κάποιου άλλου αόριστα
μσν.
φρ. «ἄλλος ἐξ ἄλλού», α) πολύ διαφορετικός από τον εαυτό του, έξαλλος
β) αυτός που έχει πάθει σύγχυση, σαστισμένος
γ) τρελός από χαρά
δ) (για πόλη) αυτή που παρουσιάζεται σε άλλη, σε διαφορετική κατάσταση, που είναι ανάστατη
«τὴν ἄλλην» (ενν. ἡμέραν), την επόμενη μέρα
«τὴν ἄλλην» (ενν. ὁδόν), άλλη πορεία, κατεύθυνση, μέθοδο
αρχ.
1. στην πρωταρχική του σημασία σε διάφορες χρήσεις, όπως α) με τις αντωνυμίες τίς, οὐδείς, πολύς κ.λπ.
β) σε συνδυασμό με τις ίδιες του τις πτώσεις ή με επίρρ.
«ἄλλος ἄλλο λέγει», ο ένας λέει αυτό κι ο άλλος το άλλο (Ξενοφ. Ανάβ. 2, 5)
«ἄλλος ἄλλη ἐτράπετο», ο ένας πήγε εδώ κι ο άλλος αλλού (Ξενοφ. Ανάβ. 4, 8, 9)
γ) επαναληπτικά χάριν εμφάσεως
«ἄλλος ἄλλος τρόπος», ολωσδιόλου άλλος (Ευρ. Φοίν. 32)
δ) (στις φρ.) «ἄλλος καὶ ἄλλος», ο ένας κατόπιν του άλλου
«ἄλλο καὶ ἄλλο», το ένα πράγμα κατόπιν του άλλου
«πρὸς ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ σημείῳ», σε διάφορα σημεία
«οὐδ' ἄλλος», αντί του ουδέτερος, δηλ. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
2. στην απαρίθμηση, προσώπων ή πραγμάτων για να εξάρει τη μεταξύ τους διαφορά και σημαίνει «εκτός από», «επίσης»
3. πλεοναστικά με συγκριτικά, υπερθετικά και με τις λ. πλησίος, εἷς, μόνος κ.λπ.
4. ελλειπτικά (με υπονοούμενο το ρήμα («τί ἄλλο οὗτοι (ενν. ἐποίησαν)» Ξενοφών)
5. ο μη αληθής, ο μη πραγματικός, δηλ. ψεύτικος, απατηλός
6. ο μη ορθός, δηλ. άδικος, κακός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη της νέας Ελληνικής, γνωστή ήδη από την εποχή του Ομήρου. Τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα Ελληνικά η λ. είναι ιδιαίτερα παραγωγική. Ετυμολογικά θεωρείται συγγενής με το λατ. alius, γοτθ. aljis, αρχ. ιρλ. aile, αρμ. ayi, αρχ. ινδ. anya-, «άλλος» και ανάγεται σε αρχικό ΙΕ τ. al-yo- «άλλος».
ΠΑΡ. άλλως
αρχ.
ἀλλαχῆ, ἀλλαχόθι, ἀλλαχόσε, ἄλλη, ἄλλην, ἄλλοθεν, ἄλλοθι, ἀλλοῖος, ἄλλοκα, ἄλλοσε, ἀλλότριος, ἄλλυδις
αρχ.-μσν.
ἀλλαχοῦ
μσν.
ἀλλότης, ἀλλώνιος
μσν.- νεοελλ.
ἀλλοῦ
νεοελλ.
άλλο επίρρ..
ΣΥΝΘ. άλλοτε, αλλοπρόσαλλος
αρχ.
ἀλλήλων αρχ.-μσν. ἀλλήναλλος νεοελλ. αλλεργία, αλληστρατίζω, αλληώρας].