κομψευτικός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek (Liddell-Scott)

κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.

Greek Monolingual

κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) κομψεύω
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῑς», Νικ. Χιον.).