ἀπεραντολογία

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.