ἀπεραντολογία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.