δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
[Seite 27] f. L. statt ληκαλέος.
λεκαλέος: ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λαικαλέος.
λεκαλέος: Luc. v. l. = ληκαλέος.